μαρμαρυγίας

μαρμαρυγίας
mica

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μαρμαρυγίας — ο (ορυκτ.) σημαντική ομάδα πολύ διαδεδομένων πετρογενετικών υλικών που χαρακτηρίζονται από τέλειο σχισμό, κν. μίκα …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβίτης ή καλομιγής μαρμαρυγίας — Ορυκτό της οικογένειας των μαρμαρυγιών, που ορίζεται χημικά ως ένα βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου και του καλίου με χημικό τύπο KAl2(AlSi3O10)(OH)2. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • υδρομαρμαρυγίας — ο, Ν (ορυκτ.) ομάδα αργιλικών ορυκτών, πιο γνωστή με την ονομασία ένυδρος μαρμαρυγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydromica (< υδρ[ο] * + λατ. mica «μαρμαρυγίας»)] …   Dictionary of Greek

  • αμμόχρυσος — ἀμμόχρυσος, ο (Α) όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • λιθιομιγής — ές φρ. (ορυκτ.) «λιθιομιγής μαρμαρυγίας» ο λιθιονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθιον + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α μιγής, υδρο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πινίτης — ο, Ν 1. χημ. οργανική ένωση, μονομεθυλαιθέρας ενός ινοσίτη 2. (ορυκτ.) συμπαγής μαρμαρυγίας, κυρίως μοσχοβίτης, που προέρχεται από την αποσύνθεση άλλων ορυκτών …   Dictionary of Greek

  • σερικίτης — ο, Ν (ορυκτολ.) πυριτικό ορυκτό τής ομάδας τών μαρμαρυγιών, που αποτελεί λεπτολεπιδώδη ποικιλία τού μοσχοβίτη και τού παραγονίτη και είναι αρκετά διαδεδομένο, ιδίως σε μεταμορφωμένα πετρώματα, αλλ. λευκός μαρμαρυγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Sericit… …   Dictionary of Greek

  • φλογοπίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, τού μαγνησίου και τού σιδήρου, μέλος τής ομάδας τών μαρμαρυγιών, αλλ. καστανός μαρμαρυγίας ή καστανή μίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlogopite < φλογωπός + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • γνεύσιοι — Σχιστώδη μεταμορφωμένα πετρώματα, με ορυκτολογική σύσταση ανάλογη με αυτή των γραφιτών. Προέρχονται από τη μεταμόρφωση είτε πυριγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιοι) είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιοι), που είναι όμοιοι και των οποίων η προέλευση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”